- μυθικοί
- μῡθικοί , μυθικόςmythicmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… … Dictionary of Greek
Σαραντάπηχοι — Μυθικοί κάτοικοι του όρους Ίδη της Κρήτης. Ήταν πανύψηλοι και ρωμαλέοι, γι’ αυτό και τους έλεγαν Σ. Κατά την παράδοση, οι Σ. ήταν οι αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού, και ζούσαν σ’ αυτό πριν ακόμα και από το μυθικό κατακλυσμό. Σχετικά με το μύθο… … Dictionary of Greek
Σειληνοί — Μυθικοί δαίμονες. Αρχικά τους θεωρούσαν αρσενικά πνεύματα των τρεχούμενων νερών, που κάνουν εύφορη τη γη και τα οποία ήταν προικισμένα με σύνεση και προφητικές ικανότητες. Από τον 5o όμως αι. π.Χ., εμφανίστηκαν στην ακολουθία του Διόνυσου,… … Dictionary of Greek
Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μυθικός — ή, ὁ (ΑΜ μυθικός, ή, όν) [μύθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και τής μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά τής τεκμηριωμένης ιστορίας… … Dictionary of Greek
οσκικός — ή, ό [Όσκοι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Όσκους, λαό που κατοικούσε στην Καμπανία 2. φρ. «οσκική γλώσσα» ή «οσκική διάλεκτος» ή, απλώς, «η Οσκική» γλωσσ. η πιο διαδεδομένη γεωγραφικά διαλεκτική ομάδα τής Ιταλικής Χερσονήσου, πριν από… … Dictionary of Greek
Αλωάδαι/-ες ή Αλωείδαι/ες — Μυθολογικά πρόσωπα. Έτσι ονομάζονταν οι μυθικοί γίγαντες Ώτος και Εφιάλτης, στους οποίους αποδίδονταν διάφορα εγχειρήματα, μεταξύ των οποίων και η φυλάκιση του Άρη για δεκατρείς μήνες σε ένα χάλκινο πιθάρι, απ’ όπου τον απελευθέρωσε ο Ερμής.… … Dictionary of Greek
Αλώιον — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας στην κοιλάδατων Τεμπών, που την έχτισαν οι μυθικοί Αλωάδαι. Μερικοί την τοποθετούν στο σημερινό χωριό Αμπελάκια … Dictionary of Greek